γοργίειος

γοργίειος
-α, -ο (Α γοργίειος, -ον) [Γοργίας]
1. αυτός που ανήκει στον Γοργία ή μιμείται το ύφος του
2. φρ. «γοργίεια σχήματα» — περίτεχνα λεκτικά παιχνίδια με ηχητικά σχήματα και προτάσεις που βαίνουν παράλληλα και αντιθετικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Γοργίειος — of Gorgias masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γοργίειον — Γοργίειος of Gorgias masc/fem acc sg Γοργίειος of Gorgias neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γοργιείοις — Γοργίειος of Gorgias masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γοργιείους — Γοργίειος of Gorgias masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γοργίεια — Γοργίειος of Gorgias neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”