- γοργίειος
- -α, -ο (Α γοργίειος, -ον) [Γοργίας]1. αυτός που ανήκει στον Γοργία ή μιμείται το ύφος του2. φρ. «γοργίεια σχήματα» — περίτεχνα λεκτικά παιχνίδια με ηχητικά σχήματα και προτάσεις που βαίνουν παράλληλα και αντιθετικά.
Dictionary of Greek. 2013.